Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐξ ὑπολήψεως

См. также в других словарях:

  • ὑπολήψεως — ὑπολήψεω̆ς , ὑπόληψις taking up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Herillus of Carthage — Herillus ( el. Ἥριλλος) of Carthage, who lived in the 3rd century BC, was a Stoic philosopher and a pupil of Zeno of Citium.Diogenes Laërtius, [http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diogeneslaertius book7 stoics.html The Lives and Opinions of… …   Wikipedia

  • Рапсоды — (ραψωδί) исполнители и, может быть, творцы древнегреческих эпических песен. Вопрос о происхождении рапсодов и их первоначальной деятельности представляется спорным. Древнейшее свидетельство (Геродот, V, 67) относится к 607 г. до Р. X., когда… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Hérillos de Carthage — (floruit vers 250 av. J. C.) est un philosophe stoïcien hétérodoxe, disciple de Zénon de Citium. Auteur d une œuvre brève qui n a pas survécu, Hérillos est l un des philosophes stoïciens les moins connus. À la différence de son contemporain… …   Wikipédia en Français

  • Герилл Карфагенский — Ἥριλλος Направление: стоицизм Герилл Карфагенский(др. греч. Ἥριλλος; III в. до н. э.)[1]  философ стоик, ученик …   Википедия

  • διασυρμός — ο (AM διασυρμός) διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός νεοελλ. δυσφήμηση τής τιμής, τής υπολήψεως αρχ. σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο παραβάλλοντάς το με το σημαντικό για να το γελοιοποιήσει …   Dictionary of Greek

  • διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… …   Dictionary of Greek

  • ενευδοκιμώ — ἐνευδοκιμῶ, έω (Α) 1. ευδοκιμώ σε κάτι ή με κάτι, αποκτώ δόξα, φήμη, έπαινο από κάτι («ἀλλοτρίοις σφάλμασιν ἐνευδοκιμεῑν», Πλούτ.) 2. χαίρω εκτιμήσεως, υπολήψεως από κάποιον («Αἰοχίνης ἐνευδοκίμει τοῑς Μακεδόσιν», Αιλ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • ευμοιρώ — (ΑΜ εὐμοιρῶ, έω) [εύμοιρος] έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ νεοελλ. έχω την καλή τύχη να έχω στην κατοχή μου, να κατέχω μσν. αρχ. έχω αφθονία κάποιου πράγματος, είμαι πλούσιος σε κάτι («τῆς κρείττονος παρά σοι εὐμοιρησάτω καὶ μερίδος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • καθεκτικός — καθεκτικός, ή, όν (Α) [καθέκτης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.). επίρρ... καθεκτικῶς (Α) με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»